- ανίψι
- τοουδ. του ανεψιός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανίψι — ανίψι, το και ανιψίδι, το και ανιψιός, ο θηλ. ιά το παιδί του αδελφού, της αδελφής, του εξαδέλφου, της εξαδέλφης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανέψι — και ανίψι, το νεαρός ανεψιός, γενικά ανεψιός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικά των ανεψιός και ανιψιός αντιστοίχως] … Dictionary of Greek
ανεψίδι — κ. ανιψίδι, το ανιψιός ή ανιψιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ουσ. ανιψιός ή ανίψι με την παραγωγική κατάλ. ίδι] … Dictionary of Greek
ανέψι — το και ανεψίδι, το και ανεψιός, ο βλ. ανίψι, ανιψίδι, ανιψιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)